έμφροντις

έμφροντις
-ι (AM ἔμφροντις, -ι)
αυτός που κατέχεται από φροντίδες, ο ανήσυχος από τις φροντίδες, περίφροντις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔμφροντις — anxious fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρόντιδας — ἔμφροντις anxious fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρόντιδος — ἔμφροντις anxious fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφροντιν — ἔμφροντις anxious fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφρόντιστος — ἐμφρόντιστος, ον (AM) έμφροντις, περίφροντις, αυτός που έχει πολλές φροντίδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”